- δύναιτ'
- δύναιτο , δύναμαιto be ablepres opt mp 3rd sgδύ̱ναιτε , δύω 2cause to sinkaor opt act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek